προστρίψῃ

προστρίψῃ
προστρίψηι , πρόστριψις
rubbing
fem dat sg (epic)
προστρί̱ψῃ , προστρίβω
rub on
aor subj mid 2nd sg
προστρί̱ψῃ , προστρίβω
rub on
aor subj act 3rd sg
προστρί̱ψῃ , προστρίβω
rub on
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρόστριψη — η / πρόστριψις, ίψεως, ΝΑ [προστρίβω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προστρίβω, η τριβή δύο πραγμάτων μεταξύ τους («τῶν ὑποζυγίων τὰ τριχώματα γίνεται λευκὰ ἐκ προστρίψεων τῆς ἀστράβης», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • προστριβή — η, Ν 1. πρόστριψη 2. μτφ. διένεξη, φιλονικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προστρίβω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Αγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • τρίψις — ίψεως, ἡ, Α [τρίβω] 1. η ενέργεια τού τρίβω, τριβή, τρίψιμο («πῡρ..., γεννᾱται ἐκ φορὰς καὶ τρίψεως», Πλάτ.) 2. μάλαξη («τὴν ἄλλην περὶ τὸ σῶμα θεραπείαν ἀκριβὴς καὶ περιττός, ὥστε και τρίψεσι... χρῆσθαι», Πλούτ.) 3. η αντίσταση την οποία παρέχει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”